εμματώ

εμματώ
ἐμματῶ (-έω) (Α)
βάζω τα δάχτυλα στον φάρυγγα για να κάνω εμετό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατεμματέω — (Α) επιτ. τ. τού εμματώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμματέω «βάζω το δάκτυλο στον φάρυγγα για να κάνω εμετό»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμματεύω — και προσεμβατεύω Α βάζω κάπου το χέρι μου ψηλαφώντας («γυναικὸς ἔτι προσεμματεύοντα τὸν μοιχὸν ἔνδον ἐχούσης», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμβατεύω «εισέρχομαι, ερευνώ, επιβαίνω». Ο τ. προσεμματεύω πιθ. κατ επίδραση τού ρ. ἐμματῶ «ψηλαφώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”